λευκοχίτωνος

λευκοχίτωνος
λευκοχίτων
masc/fem gen sg
λευκοχίτωνος
white-coated
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λευκοχίτωνος — λευκοχίτωνος, ον και λευκοχίτων, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει ή φορεί λευκό χιτώνα …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

  • λευκοχίτωνα — λευκοχίτων masc/fem acc sg λευκοχίτωνος white coated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”